- κοραστάρι
- και κορδαστάρι και κουραστάρι και κορασάρι, τοείδος στενού ξυλουργικού πριονιού που χρησιμοποιείται ιδίως στη λεπτοξυλουργία για τη χάραξη εντομών και αυλακώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουραστάρι — το βλ. κοραστάρι … Dictionary of Greek